ΧΑΪΔΕΥΤΙΚΆ ... ΒΑΣΙΛΙΚΗ



Τι σε έπιασε και άλλαξες το όνομά σου;
Ένα "σε αυτή την ηλικία" υπήρχε σαν χαλί χιλιοπατημένο πίσω και κάτω από τη φράση. Άηχο πάντα όπως όλα αυτά που σκέφτονται οι άνθρωποι και δεν τολμούν να πουν.
Γεννήθηκε και βαφτίστηκε τον προηγούμενο αιώνα, παίρνοντας το όνομα της γιαγιάς της, της μάνας του πατέρα της, ως πρωτότοκη. Το έθιμο βλέπεις. Βασιλική. Μεγάλο όνομα για ένα μικρό κορίτσι της πόλης. Άσε που η μαμά της το θεωρούσε συνυφασμένο με τη ζωή στο χωριό. Αναζήτησε ένα χαϊδευτικό για να της "κολλήσει", να μη θυμίζει η κόρη της την πεθερά της, και να τις ξεχωρίζουν.  Όλοι χρειάζονται χαϊδευτικό όνομα άλλωστε....
Αφού η ζωή δεν θα τους χαϊδεύει ποτέ τα αφτιά, ας είναι τουλάχιστον το όνομά τους "χαϊδευτικό". Αφού τα χέρια δεν θα ανοίγουν για χάδια, ας μισανοίγει το στόμα με ένα μικρό χαϊδευτικό. Κάπως έτσι σκέφτονταν οι άνθρωποι κι ας μην το έλεγαν ποτέ. Έτσι, οι Ευαγγελίες γίνονταν Λίτσες, οι Κωνσταντίνες Ντίνες, οι Παναγιώτηδες Τάκηδες  έτσι και η Βασιλική έγινε Βασούλα. Μέχρι την πρώτη δημοτικού την ακολουθούσε το όνομα που έψαχνε ιππότη - η μαμά της αγαπούσε τα παραμύθια και την Τζένη Καρέζη- στο δημοτικό είπε το χαιδευτικό της μέσα στην τάξη και αμέσως η δασκάλα τής κόλλησε το Βάσω, στενεύοντας κι άλλο την ύπαρξη της. Ήταν μικροσκοπικό κορίτσι, της ταίριαζε το Βάσω. Νόμιζαν. Εκείνη το σιχαινόταν, όχι πως ήταν άσχημο όνομα, μα την στένευε στο λαιμό, και λίγο στα πόδια σαν στενό παπούτσι.
Πήγε γυμνάσιο. Εφηβεία, και εκεί αποφάσισε να αλλάξει το όνομα. Να συστήνεται διαφορετικά. Είχε ψηλώσει και λιγάκι, μα δεν είχε καταλάβει όλο το χώρο  που της αναλογούσε στον κόσμο. Και πώς οι άνθρωποι θα ανοίξουν το στόμα τους λίγο παραπάνω για να της μιλήσουν; Και πώς το όνομα της  να μοιάζει μοιραίο, θηλυκό, χαριτωμένο, και πώς θα γίνει εύκολα τσίχλα στο στόμα των αγοριών για να την θυμούνται; Ένα γράμμα θα πρόσθετε μόνο και θα συμβίβαζε έτσι αυτό που φούσκωνε μέσα της ως επιθυμία με αυτό που οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να προφέρουν. Το Βασιλική ούτε που το σκεφτόταν. Στρίμωξε και πάλι τον εαυτό της μέσα στο Βάσια αυτή τη φορά, όπως τα άλλα κορίτσια στριμωγμένα έφεραν ονόματα όπως Πέπη, Ρίτσα, Τούλα, Άντα, και τα αγόρια Άκης, Μάκης, Σούλης. Μικρά ονόματα με λίγα γράμματα διότι οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να προφέρουν ολόκληρα ονόματα λες και δύο γράμματα παραπάνω θα τους κάψουν τη γλώσσα. "Πώς σε λένε;" Ρωτούσαν. "Και πώς σε φωνάζουν;" ξαναρωτούσαν αν η πρώτη απάντηση δεν τους άρεσε. Και δεν γίνονταν πάντα μικρότερα τα ονόματα. Συνέβαινε και το αντίθετο. Η Ανθή γινόταν Ανθούλα, η Τασία Τασούλα. Άγνωστο γιατί. Ίσως επειδή ήταν αναγκαίο να έχεις "χαϊδευτικό".
Οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς της, και των προηγούμενων γενεών είχαν χαϊδευτικό, κι ας μην είχαν πάντα στη ζωή τους χάδια. Ετσι κι εκείνη. Μεγάλωσε με αυτό το όνομα να την ακολουθεί. Το συνήθισε. Έμαθε να το αγαπάει μέσα από τις φωνές όσων την αποκαλούσαν με αυτό. Ποτέ της δεν το αποδέχτηκε εντελώς. Την στένευε, σαν ρούχο που δεν της χωρούσε κι ας παρέμεινε η ίδια μικροσκοπική σε μέγεθος. Το μέσα της δεν χωρούσε. Το πίεζε, το τρόχιζε, του αφαιρούσε αέρα για να χωρέσει μέσα σε πέντε γράμματα. Για να μπορούν εύκολα να τη φωνάξουν αν τη χρειαστούν, για να μην δυσκολεύονταν οι άλλοι. Στα τριάντα πέντε της ένιωθε να πνίγεται, στα σαράντα της να είναι έτοιμη να σκάσει. Δεν πήγαινε άλλο, δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο στον κόσμο με τόσο στενά παπούτσια, μικροσκοπικά γοβάκια μιας Σταχτοπούτας που δεν ψάχνει πια για πρίγκιπες, που δεν έχει ανάγκη από ιππότες. Πέντε γράμματα δεν της έφταναν για να πει την ιστορία της, αυτή που προερχόταν από τη γιαγιά της, κι ας ήταν γυναίκα του χωριού, αυτή που ερχόταν από πιο παλιά σαν σταλαγματιά ύπαρξης που η πηγή της χάνεται πίσω στα βάθη του χρόνου.
"Σε έχουμε μάθει πια με αυτό το όνομα! Πώς θα σε μάθουμε αλλιώς; Ο κόσμος σε ξέρει έτσι" της έλεγαν όταν συζητούσε την πιθανότητα να το αλλάξει. Λές κι ο κόσμος θα είχε την έγνοια της. Λες και όλος ο κόσμος θα καθόταν να ασχοληθεί με το δικό της όνομα. Όχι . Επίπλαστη είναι μερικές φορές η αγωνία μας για το πώς θα μας αποδεχτεί ο κόσμος. Ο κόσμος είναι το μέσα μας. Τη δημιουργία του την έχουμε μέσα μας. Την αποδοχή του εαυτού μας την βρίσκουμε μέσα μας. Σε αυτό που μεγαλώνει, και σπάζει τα όρια μας, αυτά που μας φόρεσαν.
Της πήρε άλλα πέντε χρόνια για να το αποφασίσει, όσα και τα γράμματα του χαϊδευτικού της που αποχαιρετούσε σιωπηλά, σαν χελιδόνι που θα της έφευγε για τα τροπικά κλίματα. Δεν θα ξαναγυρνούσε το χαϊδευτικό της. Θα ερχόταν πότε πότε για να της δώσει ένα πεταχτό φιλί όταν θα την αποκαλούσαν με αυτό όλοι όσοι έτσι την έμαθαν, και δεν μπορούσαν να την αποκαλέσουν διαφορετικά. Δεν θα τους πίεζε. Μα εκείνη δεν θα το έγραφε ποτέ ξανά. Διογκώθηκε πολύ πια, κι ας παρέμεινε μικροσκοπική. Όχι, δεν έγινε τρανή. Μεγάλωσε το μέσα της απορροφώντας τη ζωή, γέμισε από χρόνια, γέλια , στεναγμούς και ο ασκός της πιεζόταν όσο δεν πάει. Το Βάσια θα συνθλιβόταν αργά ή γρήγορα, σαν μπαλόνι που το έχει παραφουσκώσει. 
Εκείνο το βράδυ του 19 θα άλλαζε η χρονιά και μαζί η δεκαετία. Ήταν το τελευταίο απόγευμα του χρόνου που έφευγε. Σαν να ήταν και αυτός ο χρόνος συμμέτοχος στην απόφαση της, της είχε δώσει τις τελευταίες σταγόνες που ξεχείλιζαν το ποτήρι της.  "Ή τώρα ή ποτέ" σκέφτηκε και στη σκέψη του "ποτέ" ένιωσε κλειστοφοβία. Πάντα είναι κλειστοφοβικό το "ποτέ".

Όλα τα άλλαξε εκείνο το απόγευμα. Το όνομα σε όλα τα σόσιαλ της, καινούριο email, καινούριο όνομα στο site της. Κι όσα δεν τα άλλαξε εκείνη τη στιγμή θα τα άλλαζε με τον καιρό.
Ο νέος χρόνος τη βρήκε να αναπνέει στο ευρύχωρο, και πραγματικό της όνομα Βασιλική.
Ξανασυστήθηκε στον εαυτό της και στους άλλους. Έστειλε στον ουρανό ένα χαιρετισμό στην γιαγιά της και την ευχαρίστησε για το όνομα που της έδωσε, έστω και λόγω της παράδοσης, και μια συγχώρεση στη μαμά της που της το στέρησε διότι έτσι νόμιζε ότι θα ήταν το καλύτερο.
Βασιλική...Δεν της θύμιζε πια ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής της είχε μάθει να μην το αγαπάει. Της θύμιζε ότι γεννήθηκε και βαφτίστηκε τον προηγούμενο αιώνα και ότι ήταν μεγάλη πια για να χωράει εκεί όπου της ζητούν να κόψει κάτι από τον εαυτό της. 
Της θύμιζε ότι είχε πάρει αρκετά χάδια από τους ανθρώπους και από τη ζωή της, άλλα με απαλά χέρια και άλλα με αγκάθια. Όλα για χάδια τα λογάριαζε και δεν χρειαζόταν πια να έχει χαϊδευτικό, ούτε να της χαϊδεύουν τα αφτιά...
Της θύμιζε ότι μόνο η αλήθεια σώζει και αυτή δεν χωράει σε στενά καλούπια, ειδικά αν δεν τα έχουμε επιλέξει. 
Της θύμιζε ακόμα ότι  ήθελε να μεγαλώσει κι άλλο και γι'αυτό τον λόγο χρειαζόταν άνεση γραμμάτων... και ονομάτων.

Με τη σκέψη της  ταξίδεψε πίσω στην εκκλησία όπου για πρώτη φορά ακούστηκε το όνομά της. Δεν θυμόταν τίποτα φυσικά από εκείνη την ημέρα  μα μπορούσε να δημιουργήσει μια εικόνα με την φαντασία της και να την κάνει να μοιάζει με ανάμνηση. 
 Σαν να μπήκε και πάλι στο νερό ενός δικού της εξαγνισμού, μια φωνή μέσα της φώναξε
"Βασιλική!" ...Να σας ζήσει.

..........



Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις είναι εντελώς 
Α-συμπτωματική! 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις