Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΕΧΡΑΖΑΤ
(Μια διασκευή του παραμυθιού "Χίλιες και μία νύχτες")
Μόλις η Σεχραζάτ έγινε δέκα χρονών και είχε πια μάθει όσα γράμματα επιτρεπόταν να μάθει ως κορίτσι, η μητέρα την πήρε παράμερα και δίχως να την ακούσει κανένας, εμπιστεύτηκε στην κόρη της το μεγάλο μυστικό της. Της έδωσε ένα μικρό χρυσό κλειδί που ξεκλείδωνε το «απαγορευμένο δωμάτιο», ένα δωμάτιο στο οποίο η Σεχραζάτ δεν είχε μπει ποτέ πριν, καθώς η είσοδος σε αυτό ήταν προνόμιο μόνο των αντρών μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Της είπε να μην πει ποτέ σε κανέναν πως το επισκέπτεται κρυφά και το κορίτσι ορκίστηκε πως θα κρατήσει το μυστικό της για πάντα. Μια μέρα που ο Βεζίρης έλειπε, και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της είχαν πάει στην πόλη, εκείνη ανέβηκε την στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο και με το χρυσό κλειδάκι που της είχε χαρίσει η μητέρα της άνοιξε την απαγορευμένη πόρτα… Αυτό που αντίκρισε μόλις μπήκε μέσα στο μυστικό δωμάτιο έμελλε να καθορίσει την μοίρα της. Ήταν ένα μεγάλο φωτεινό δωμάτιο, μια βιβλιοθήκη γεμάτη με χιλιάδες πάπυρους, και βιβλία που μιλούσαν για άλλους τόπους, αρχαίες περγαμηνές και χάρτες που έδειχναν όλες τις χώρες του κόσμου. Βιβλία που μιλούσαν για πολιτισμούς που ούτε μπορούσε να φανταστεί ποτέ η μικρούλα Σεχραζάτ, βιβλία για την κίνηση των πλανητών, για την αγάπη, τη φιλία, βιβλία για τα εκατομμύρια βότανα και φυτά και βιβλία που μιλούσαν για την μουσική.
Και ιστορίες! πολλές ιστορίες, για μυθικά τέρατα και ταξιδιώτες, για μαγικά τζίνι και τερατόμορφες βασίλισσες. Εκεί, μέσα σε αυτό το μυστικό δωμάτιο, η Σεχραζάτ ανακάλυψε έναν καινούριο ανυπέρβλητης ομορφιάς κόσμο… Τον κόσμο της γνώσης. Κάθε βράδυ, όταν ο πατέρας και τα μεγαλύτερα αδέρφια της έπεφταν για ύπνο, εκείνη έπαιρνε από το μαξιλάρι της το πολύτιμο χρυσό κλειδί της και αφού ανέβαινε την στριφογυριστή σκάλα προσέχοντας να μην την ακούσει κανείς, άνοιγε την πόρτα και χανόταν μέσα στην αγκαλιά της μυστικής βιβλιοθήκης της. Ταξίδευε μέσα από τις λέξεις των βιβλίων και το μυαλό της άνθιζε όπως ανθίζουν τα άνθη των λωτών. Μεγάλωνε με λέξεις, δυνάμωνε και χόρταινε η ψυχή της. Γέμιζε η σκέψη της από ιστορίες , γέμιζε τόσο που ξεχείλιζε και ήθελε να τις μοιραστεί με τις φίλες της και την μικρότερη αδερφή της . Μα αφού είχε ορκιστεί να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της άρχισε να σκαρώνει τις δικές της ιστορίες , και τα μεσημέρια που μαζεύονταν στην δροσερή αυλή με τα άλλα κορίτσια κι έπιαναν να κεντήσουν, ξετύλιγε την κόκκινη κλωστή των παραμυθιών και ξεκινούσε την αφήγηση. Τα άλλα κορίτσια την άκουγαν μαγεμένα.
Κλωστούλα την κλωστούλα περνούσαν τα χρόνια και η Σεχραζάτ έγινε κοπέλα. Μια πανέμορφη κοπέλα με κοφτερό μυαλό που όλοι οι νέοι της χώρας επιθυμούσαν για γυναίκα τους. Έστελναν τους προξενητάδες για να την ζητήσουν σε γάμο μα εκείνη αρνιόταν πεισματικά. Πώς να αποχωριστεί την μυστική της βιβλιοθήκη, που όμοιά της μόνο στο παλάτι του Σουλτάνου Σαχριάρ υπήρχε; Τότε ξέσπασε στην πόλη η συμφορά. Ο σουλτάνος Σαχριάρ ανακάλυψε ξαφνικά πως η γυναίκα του σχεδίαζε, σε συνεργασία με τους εχθρούς του, να τον δολοφονήσει. Ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και στον αδερφό του Σαχσαμάν πριν από λίγο καιρό κι εκείνος είχε εκτελέσει τους προδότες και την δική του γυναίκα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σαχσαμάν διέταξε και ο ίδιος την εκτέλεση των προδοτών καθώς και της συζύγου του.
Έπειτα από τα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν στο παλάτι του αδερφού του και το δικό του, ο σουλτάνος Σαχριάρ είχε μεταμορφωθεί σε έναν σκληρό σουλτάνο με απύθμενη οργή για όλες τις γυναίκες. Μέσα σε αυτή την οργή που του διάβρωνε την ψυχή και τις σκέψεις του, πίστεψε πως όλες οι γυναίκες είναι ανάξιες να αγαπηθούν, και πως το μόνο που τους αξίζει είναι ο θάνατος. Πήρε μια τρομερή απόφαση, να παντρεύεται κάθε μέρα και μια άλλη κοπέλα και να διατάζει την εκτέλεσή της το επόμενο πρωί, έτσι ώστε να μην έχει την ευκαιρία να τον προδώσει. Αυτή η φρικτή του απόφαση, έβαψε με μελανά χρώματα όλη τη χώρα, και έκανε τις οικογένειες να θρηνούν κάθε φορά που κάποια από τις ανύπαντρες γυναίκες επιλεγόταν από το Σουλτάνο για νύφη.
Όλοι γνώριζαν την τύχη που περίμενε την κοπέλα κι έτσι οι γάμοι του Σουλτάνου δεν συνοδεύονταν από χαρές και γλέντια μα από θρήνο στα σπίτια των άμοιρων μανάδων και πατεράδων που έχαναν τις κόρες τους
Όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τον Βεζίρη του Σαχριάρ να του βρει ανύπαντρη κοπέλα είτε γιατί όσες είχαν απομείνει ήταν παντρεμένες, είτε γιατί δεν ήταν ακόμη σε ηλικία γάμου. Υπήρχε όμως και μία κοπέλα που ήταν στην κατάλληλη ηλικία, την οποία ο Βεζίρης δεν ήθελε με τίποτα να οδηγήσει στο παλάτι. Κι αυτή ήταν η κόρη του, η πανέμορφη και πανέξυπνη Σεχραζάτ
Μια μέρα, η Σεχραζάτ , βλέπονταν την απόγνωση στα μάτια του πατέρα της που δεν μπορούσε πια να ευχαριστήσει τον Σουλτάνο Σαχριάρ, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό της και που πίστευε πως θα έσωζε την χώρα της από τη δυστυχία. Ζήτησε από τον πατέρα της να την πάει στο παλάτι και να την παραδώσει για νύφη στον σουλτάνο. Ο Βεζίρης μόλις το άκουσε αρνήθηκε, όμως όταν άρχισε η Σεχραζάτ να του εξηγεί τί σκόπευε να κάνει, έδωσε , με δυσκολία και βαριά καρδιά, την συγκατάθεσή του. Ο γάμος του σουλτάνου Σαχριάρ με την Σεχραζάτ έγινε το επόμενο πρωί κι ενώ όλοι στην χώρα έκλαιγαν για την ατυχία και αυτής της νύφης, που οδηγούνταν στον θάνατο, εκείνη έλαμπε από χαρά καθώς γνώριζε μέσα της ότι το τέλος της τραγωδίας βρισκόταν στο πιο δυνατό της χάρισμα…
Αμέσως μετά το γάμο η νύχτα έπεσε γλυκιά κι ο ουρανός γέμισε με διαμαντένια άστρα. Η μεθυστική μυρωδιά του νυχτολούλουδου ζάλιζε το μυαλό του Σαχριάρ, όχι όμως τόσο ώστε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και να ματαιώσει την εκτέλεση της νέας του γυναίκας, της Σεχραζάτ. Η κοπέλα που γνώριζε τις σκέψεις του, έβαλε αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιό της. Με την μελωδική φωνή της του ζήτησε να της επιτρέψει να του διηγηθεί μία ιστορία, μια συναρπαστική ιστορία , έτσι, για να περάσει ευχάριστα η πρώτη και τελευταία τους νύχτα. Εκείνος δεν είχε ξανακούσει ποτέ παρόμοια πρόταση,
όλες οι προηγούμενες γυναίκες του έκλαιγαν, και εκλιπαρούσαν για οίκτο, περιμένοντας την θανάσιμη αυγή. Η Σεχραζάτ όμως ήταν αλλιώτικη, τον κοιτούσε χαμογελαστή και του ζητούσε να του πει μια ιστορία... Αποφάσισε να της το επιτρέψει. Τί το κακό άλλωστε είχε μια ιστορία;
Η Σεχραζάτ έδωσε μια ώθηση στην κόκκινη κλωστή της και το παραμύθι άρχισε.. Με την γλυκιά φωνή της τον ταξίδεψε σε μια χώρα όπου υπήρχαν διαμαντένια παλάτια, πανέμορφες βεζιροπούλες, μυθικά πλάσματα παντοδύναμα που τα έλεγαν τζίνι και μαγικά χαλιά που μπορούσαν να σε μεταφέρουν όπου επιθυμούσες, ένα λυχνάρι που πραγματοποιούσε κάθε επιθυμία και έναν κακό μάγο που …. Μα είχε φτάσει πια η αυγή και το παραμύθι της Σεχραζάτ δεν είχε τελειώσει. Η περιέργεια του Σαχριάρ για την εξέλιξη της ιστορίας γιγαντώθηκε τόσο που νίκησε την επιθυμία του να την εκτελέσει. Αποφάσισε να της χαρίσει άλλη μια μέρα ζωής για να συνεχίσει και να τελειώσει το παραμύθι της. Τί το κακό άλλωστε είχε μία ακόμα μέρα;
Το επόμενο βράδυ η Σεχραζάτ συνέχισε την ιστορία της από εκεί που την είχε αφήσει. Το τέλος της τους βρήκε ακριβώς στην καρδιά της νύχτας. Σε λίγο θα χάραζε η αυγή και η ζωή της θα τελείωνε.
Μα εκείνη δεν έχασε καιρό.
Αμέσως μετά το τέλος του πρώτου παραμυθιού χαμογέλασε πλατιά στον Σαχριάρ και του είπε ότι γνωρίζει άλλο ένα παραμύθι ακόμη καλύτερο και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το προηγούμενο. Εκείνος μαγεμένος ήδη από το πρώτο παραμύθι, ήθελε πολύ να ακούσει κι άλλο ένα και έτσι της επέτρεψε να του το αφηγηθεί
Εκείνη τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στον μυρωμένο κήπο. Άρχισε να του διηγείται την ιστορία του Σεβάχ του θαλασσινού ενός τετραπέρατου ναυτικού που ταξίδευε στις εφτά θάλασσες και ερχόταν αντιμέτωπος με λογιών λογιών παράξενα και εχθρικά πλάσματα
Δεν είχε προλάβει καλά καλά να τελειώσει την αφήγησή της για το πρώτο ταξίδι του Σεβάχ όταν η μέρα έκανε την εμφάνισή της ροδίζοντας τον ουρανό. Η ιστορία του Σεβάχ έμεινε ανολοκλήρωτη και το ενδιαφέρον του Σαχριάρ για την συνέχεια της χάρισε άλλη μια μέρα ζωής. Η Σεχραζάτ ήταν σίγουρη πια πως το σχέδιο της θα πετύχαινε…
Η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη με τα παραμύθια να αλλάζουν διαρκώς θέση στα χείλη της κοπέλας . Η Σεχραζάτ φρόντιζε να τελειώνει την ιστορία της στα μισά της νύχτας και να αρχίζει αμέσως μια νέα ιστορία για να κρατάει έτσι το ενδιαφέρον του Σαχριάρ αμείωτο και την ζωή της σε ασφάλεια . Κάθε ξημέρωμα έβρισκε κι ένα παραμύθι της Σεχραζάτ μισοτελειωμένο και τον σουλτάνο Σαχριάρ όλο και πιο περίεργο για τη συνέχεια, κι αυτό συνεχίστηκε …
για χίλιες και μία νύχτες!
Νύχτες και παραμύθια που στάλαζαν λίγο λίγο βάλσαμο στην παγωμένη ψυχή του σουλτάνου, και που τον έκαναν σιγά σιγά να νιώσει αγάπη για την Σεχραζάτ, και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, έτσι όπως του παρουσιάζονταν μέσα από τις διηγήσεις της.
Την χιλιοστή πρώτη αυγή ο Σαχριάρ ήξερε πια πως δεν ήταν μόνο οι ιστορίες της Σεχραζάτ που τον έκαναν να την θέλει στο πλευρό του, αλλά ήταν η ίδια. Ήταν τα μάτια της που έλαμπαν όταν αφηγούνταν τα παραμύθια της, ήταν η μελωδική της φωνή που του μαλάκωνε την καρδιά, ήταν το χαμόγελό της αλλά κυρίως ήταν το κοφτερό μυαλό της, οι γνώσεις της και το θάρρος της, χαρίσματα που ταίριαζαν απόλυτα σε μια άξια βασίλισσα.
Εκείνη την αυγή ο σουλτάνος Σαχριάρ πήρε την μεγάλη απόφαση να χαρίσει την ζωή στην Σεχραζάτ και να της ζητήσει να μείνει μαζί του στο παλάτι.
Όμως μόνο... αν το επιθυμούσε και η Σεχραζάτ! Ειδάλλως, θα της χάριζε την ελευθερία της.
Η κοπέλα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Όχι μόνο είχε καταφέρει να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο της χώρας και να σώσει τις άλλες γυναίκες, όχι μόνο είχε και η ίδια αγαπήσει τον Σαχριάρ, μα είχε κι άλλον έναν λόγο για να θέλει να ζήσει μαζί του… Το δώρο που του ζήτησε να της χαρίσει ως ένδειξη αγάπης, σεβασμού και αφοσίωσης...
Το χρυσό κλειδί της μεγάλης βιβλιοθήκης του παλατιού!
Εκείνος της το χάρισε με όλη του την καρδιά,
πώς θα μπορούσε άλλωστε να της το αρνηθεί;
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ...
Ξέρω κι άλλο παραμύθι πιο συναρπαστικό από αυτό μα θα πρέπει να περιμένεις άλλη μια μέρα.
Τί το κακό έχει άλλωστε μια ακόμα μέρα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου