ΜΟΝΟ ΤΗ ΖΈΣΤΗ ΘΥΜΑΜΑΙ

Δευτέρα 
Πάνε χρόνια κι όμως είναι σαν χθες που εκείνη μετρούσε τις τελευταίες της μέρες στη γη κι εμείς τις τελευταίες της ανάσες. Κάθε μία ήταν για μας ακόμη ένα δευτερόλεπτο που την είχαμε κοντά μας· λες και μπορεί ποτέ κανείς να νιώσει ευτυχής με ένα ακόμη δευτερόλεπτο. Τα μετρούσαμε ωστόσο. Και τα συλλέγαμε προσεκτικά, σαν να ήταν κόκκοι διαμαντόσκονης.  Μήπως όλα μαζί τα δευτερόλεπτα θα κολλούσαν και θα έφτιαχναν μια ύπαρξη; όχι. Μα μας φαίνονταν τόσο λαμπερά έτσι όπως σκόρπιζαν γύρω μας.Γύρω της. Ανεπανάληπτα.
Θαρρώ, πως έχω μείνει ακόμη εκεί δίπλα στο κρεβάτι της, καρφωμένη στην ίδια θέση περιμένοντας να φύγει. Ή να ξαναέρθει. Κι ας έχουν περάσει  χρόνια. Ίδια ζέστη,ίδιες μέρες, ίδιοι εμείς, χωρίς αγωνία πια. Χωρίς εκείνη πια. Τίποτα ίδιο πια. 
Πόσο παράξενο όχημα είναι ο χρόνος; Όσο η μέρα πλησιάζει, οι μνήμες επιστρέφουν και πιάνω τον εαυτό μου, ασυναίσθητα να μετράει...
Άλλο ένα δευτερόλεπτο. Άλλο ένα... Άλλο ένα δευτερόλεπτο θα ήθελα να την είχα, κι ας έφευγε πάλι. 

Τρίτη 
Διαβολεμένη ζέστη εκείνη την νύχτα . Η πιο ζεστή νύχτα όλου του καλοκαιριού ήρθε να την αποχαιρετησει στο φευγιό της. Το aircontision του σαλονιού, άγνωστο πως, χάλασε και δεν είχαμε δροσιά. Κλαίγαμε και λιωναμε κι ήταν σαν να κλαίνε κι οι πόροι μας ή να λιώνει η ψυχή μας και να υγροποιείται. Περιμέναμε τους ανθρώπους του γραφείου. Έρχονταν από μακριά, από το Αγρίνιο. Από εκεί όπου θα πήγαινε κι εκείνη. Διαλεγμένο το σπίτι της το τελευταίο από την ίδια. "Εκεί να με πάτε" είχε πει. Εκεί θα πήγαινε. Περιμέναμε στο σαλόνι με δύο ανεμιστήρες. Στο δωμάτιό της, κρύο. Αυτό το aircontision δούλευε μια χαρά. "Πού την  έχετε;" μας είχαν ρωτήσει από το γραφείο. "Στο δωμάτιο" είπαμε. "Χαμηλώστε το αιρκοντισιον όσο πιο κάτω πάει. Έχει καύσωνα απόψε. Μην μείνει το σώμα στη ζέστη!" Το κάναμε. Το δωμάτιο της ήταν παγωμένο. Το σαλόνι έβραζε. Η ζωή αμέσως διαχωριστηκε από το θάνατο. Μα πως έγινε να χάλασε το αιρκοντισιον του σαλονιού; Ανεξήγητο μας φαινόταν κι ενοχλητικό. Ευτυχώς το δικό της λειτουργούσε άψογα. Ήρθαν οι άνθρωποι του γραφείου. Ήρθαν ανεξήγητα γρήγορα για τα χιλιόμετρα που διένυσαν. Ούτε που θυμάμαι τα πρόσωπά τους, υποθέτω ότι μας είπαν να ζήσουμε να τη θυμόμαστε μπαίνοντας. Μα δεν μας είπαν να θυμόμαστε τους ίδιους. Δεν μπήκα στο δωμάτιο, δεν ήθελα να δω πως θα την έπαιρναν από το κρεβάτι. Θυμάμαι μόνο στο διάδρομο, λίγο πριν την εξώπορτα, την τσάντα σε μέγεθος ανθρώπου που μετέφεραν οι άνθρωποι του γραφείου. Εκεί μέσα την είχαν, όπως γίνεται στις ταινίες. Σε ένα σάκο με φερμουάρ. Πήραν και τα ρούχα που της είχαμε ετοιμάσει. Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα να φορτώνουν την τσάντα μεταφοράς στο ειδικό φορτηγάκι ψυγείο. Έφυγαν πατώντας άγρια το γκάζι. Ούτε λεπτό για χάσιμο. Η νύχτα αυτή ήταν πολύ ζεστή, δεν έπρεπε να εκτεθεί το σώμα σε υψηλή θερμοκρασία .. 
Το σπίτι άδειασε με μιας. Έφυγε η ζέστη, το κρύο, οι ψυχές μας ξεκολλησαν από τα σώματα μας. Οι καρδιές μας κόλλησαν σαν βδέλλες πάνω στο φορτηγό ψυγείο. Το σπίτι έλιωσε.
Ίσως να έφταιγε η ζέστη. Ήταν αφόρητη εκείνο το βράδυ. 

Τετάρτη 
Όλα ζεματούσαν στο χωριό. Η μέρα ήταν ακόμη μπροστά κι όμως ήδη έκαιγε ο τόπος." Τι ζέστη κι αυτή σήμερα." Έλεγαν όλοι. Εγώ κρύωνα. Μπορεί από το κλάμα. Δεν έκλαψα αρκετά όμως έφτανε να με κάνει να κρυώνω. Κονιάκ μου είπαν να πιω. Η μέρα ζεματούσε μα το γεγονός που τη σημάδευε μας είχε κάψει τόσο πολύ που ακόμη και τα δάκρυα μας ήταν απανθρακωμένα. Είχαμε φτάσει κατά τις έντεκα. Θα περιμέναμε στο σπίτι να έρθει κι εκείνη. Έστω για λίγο. "Να βγει από το σπίτι της" έλεγε ο πατέρας μου. Από το σπίτι που έφτιαξαν οι δυο με αγάπη για να πηγαίνουν τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια. Ο ιδιοκτήτης του γραφείου ούτε που ήθελε να το ακούσει." Κάνει φοβερή ζέστη, δεν πρέπει. Έχουν περάσει ώρες από το βράδυ. Το ψυγείο τί να σου κάνει;" "Από το σπίτι της!" επέμενε ο πατέρας." Έστω ένα λεπτό". "Μα καλοί μου, μα χρυσοί μου το σώμα..." Ανένδοτος ο πατέρας μου. Πέρασε το δικό του. Περιμέναμε.
Το μαύρο αυτοκίνητο άραξε στην αρχή της ανηφόρας. Πρώτα ανέβηκε το καπάκι του φερετρου και στάθηκε όρθιο δίπλα στην πόρτα. Πάντα με τρόμαζε αυτή η εικόνα όταν την έβλεπα σε κηδείες στο παρελθόν. Το ορθό καπάκι δίπλα στην πόρτα. Δεν θυμάμαι ποιος το ανέβασε. Δεν θυμάμαι κανέναν από το γραφείο, σαν να μην υπήρχαν. Θαρρώ, μερικές φορές, πως όλα έγιναν με μαγικό τρόπο. Το καπάκι στάθηκε μόνο του και το φέρετρο που ανέβηκε ως την αυλή μας αμέσως μετά, ανέβηκε μόνο του κι αυτό . Πετώντας . Ή μπορεί να ανέβηκε σκεπασμένο το φέρετρο και το καπάκι να βγήκε μετά. Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως εκείνη μπήκε στο σπίτι της, στο κέντρο του σαλονιού ανάμεσα στους καναπέδες. Κούκλα. Είχε ξανανιώσει. Εμείς καθήσαμε στον έναν καναπέ. Απέναντι κάθισαν οι θείες, οι αδερφές του πατέρα μου. Λιωναμε από τη ζέστη και τον θρήνο. Ο καθένας μας είχε κάτι να της πει. Εγώ την μάλωνα. "γιατί με άφησες μόνη μου;" Ο πατέρας μου κρατούσε ένα μαντήλι που του είχε  κεντήσει κάποτε. "ποιος θα μου ξανακεντησει μαντήλι" έλεγε. Η αδερφή μου δεν έλεγε τίποτα μόνο πλάνταζε σαν μωρό. Λιώναμε. Ανεμιστήρες είχαν τοποθετηθεί στο σαλόνι και δούλευαν στο φουλ. Ο άνθρωπος του γραφείου φοβόταν για τη ζέστη. Το είπε, το ξανάπε, βαρέθηκα να τον ακούω. Η ζέστη, το σώμα, οι ώρες...Μας το επισήμανε πόσες φορές. Την κλάψαμε όσο μας το επέτρεψε αυτός. Τέλος χρόνου. Μας την πήραν.
Στην εκκλησία εμείς πήγαμε από τον πάνω δρόμο που βγαίνει ακριβώς στην αυλή του ναού. Κι έτσι αποφύγαμε τα σκαλοπάτια μέσα στο λιοπύρι. Μέσα στην εκκλησία οι βεντάλιες φτερούγιζαν για να φέρουν λίγη δροσιά. Κόσμος πολύς. Μου εσφιγγαν το χέρι άγνωστοι συγγενείς. Δύσκολο να πω πόσο κράτησε η λειτουργία. Δεν πρόσεχα. Πρέπει να έκλαιγα βουβά σε όλη τη διάρκεια. Έπειτα τη φιλήσαμε ο ένας μετά τον άλλον, όπως φιλούν τα εικονίσματα. Εγώ  δεν τη φίλησα. Ναι, αυτό το θυμάμαι. Δεν τη φίλησα όπως δεν θα φιλούσα και τα εικονίσματα άλλωστε. Δεν ξέρω αν έχουν σύνδεση αυτά τα δύο, πάντως δεν το έκανα. Φοβήθηκα. Δεν ήθελα να μείνει στα χείλη μου αυτό το φιλί ως τελευταία ανάμνηση και να παρασύρει την ανάμνηση άλλων φιλιών. Τη ακούμπησα όμως και την ξαναρώτησα γιατί με άφησε μόνη.
Πήραμε τον ανήφορο ως το κοιμητήρι. Πολλά τα σκαλοπάτια ανάμεσα σε τάφους. Μέχρι να βρούμε τον δικό μας, τον οικογενειακό, προχωρήσαμε πολύ. Ανεβήκαμε ψηλά. Κοίταξα λίγο την θέα από εκεί πάνω. Κατάλαβα εκείνη τη στιγμή γιατί θέλησε να ταφεί εκεί. Θα έβλεπε πιάτο όλη την πεδιάδα.
Τις τελευταίες στιγμές της τελετής δεν θέλω να τις θυμάμαι. Τις έθαψα. Ίσως όταν παλιώσει κι άλλο το πένθος να τις ανασύρει η μνήμη μου
Μόνο τη βασανιστική ζέστη θυμάμαι. Έλιωναν και τα βουνά εκείνη την ημέρα.. 


(Στην Γεωργία που πριν από δέκα χρόνια έφυγε από κοντά μας)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις