ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
Έκλεινε από νωρίς το απόγευμα, την πόρτα του χωλ στο οποίο είχαμε στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φυσικά, είχε φροντίσει ήδη να κάνει τις "αταξίες" της χωρίς να την έχω πάρει χαμπάρι. Πώς τα κατάφερνε, έχουν περάσει χρόνια κι ακόμη απορώ. Ίσως η προσμονή μου για το "μεγάλο γεγονός" να ήταν τόση που δεν έδινα σημασία σε λεπτομέρειες. Περνούσαν οι ώρες κι εγώ ρωτούσα γεμάτη λαχτάρα.
"Και πώς θα μπει;"
"Από την κλειδαρότρυπα, αφού είναι πνεύμα"
"Δηλαδή, δεν είναι άνθρωπος;" ξαναρωτούσα
"Όχι βέβαια. Αν ήταν άνθρωπος θα είχε πεθάνει τόσους αιώνες"
"Και είναι γέρος; έτσι όπως τον βλέπω με γενιάδα και κόκκινα ρούχα;" επέμενα εγώ
"Κανείς δεν ξέρει στην πραγματικότητα. Είναι ένας κόκκινος καπνός που μπαίνει από την κλειδαρότρυπα, από τη χαραμάδα, ακόμα και μέσα από τον τοίχο μπορεί να περάσει. Γεμίζει το δωμάτιο με δώρα και ύστερα χάνεται αστραπιαία. Όλα διαρκούν μόνο μια στιγμή, γιατί έχει πολλά σπίτια να επισκεφτεί. Κανείς δεν τον έχει δει στην πραγματικότητα. Αν κάποιος παραφυλλαξει για να τον δει, εκείνος το καταλαβαίνει και δεν εμφανίζεται. Γιαυτό δεν τον έχει δει κανείς "
" Και τότε πώς ξέρουμε ότι είναι έτσι, γεράκος με κόκκινα ρούχα " - ήμουν περίεργη ως παιδί είναι η αλήθεια -
" Οι άνθρωποι θέλουν μια εικόνα να βλέπουν. Μόνο έτσι πιστεύουν σε κάτι "
Σίγουρα θα της είχα κάνει κι άλλες ερωτήσεις μα τώρα δεν τις θυμάμαι.
Θυμάμαι μόνο, που λίγα λεπτά μετά την αλλαγή του χρόνου ανοίγαμε την πόρτα του χωλ και το χαλί μπροστά από το δέντρο ήταν σπαρμένο με δώρα, με σοκολάτες, καραμέλες, και πολλά μπαλόνια που γέμιζαν σχεδόν, όλο το δωμάτιο. Όλο και κάποια ζημιά είχε γίνει εντωμεταξύ. Κάποια γλάστρα που είχε πέσει - "αχ τον ζημιάρη" - κάποια άχνη ζάχαρη από άτσαλα φαγωμένο κουραμπιέ- "αχ τον λαίμαργο", κι όλα αυτά έδιναν στο χώρο τέτοια λάμψη, τέτοια αίγλη που με έκαναν να νιώθω δέος γιαυτό που είχε μόλις συμβεί. Από μέρες είχε φροντίσει να με πείσει ότι ακόμα κι αν δεν έχει την δυνατότητα να μου φέρει κάποιο μεγάλο δώρο ο Άγιος Βασίλης, είτε γιατί δεν είχε προλάβει, είτε γιατί μπορεί να είχε πολλά παιδιά και να έπρεπε να μοιράσει τα δώρα έτσι ώστε όλα να πάρουν από κάτι, εγώ θα πρέπει να είμαι ευγνώμων που με θυμήθηκε. Ακόμα κι αν μου έχει φέρει μόνο ένα παραμυθάκι. Εννοείται πως ποτέ δεν ήταν μόνο ένα παραμυθάκι, τα δώρα πάντα ξεπερνούσαν τις προσδοκίες μου οπότε η χαρά μου ήταν μεγάλη και η ευγνωμοσύνη μου για τον Άγιο Βασίλη που με θυμήθηκε ακόμα μεγαλύτερη.
Έμαθα, μεγαλώνοντας, αυτή την αλήθεια που όλοι μαθαίνουμε στην ζωή μας. Την σκληρή αλήθεια, πως τα πάντα αγοράζονται και πουλιούνται. Ακόμα και οι μύθοι.
Αυτό που δεν αγοράζεται είναι η ανάμνηση μου . Το δέος που ένιωθα τότε που ήμουν παιδί και με "θυμόταν" ο Άγιος Βασίλης.
Ούτε όλη αυτή η αγάπη που γέμιζε τότε το δωμάτιο και που τώρα συμπυκνώθηκε κι ήρθε και στάθηκε σε ένα στολισμένο δωμάτιο μέσα μου. Εκεί, μάλλον βρίσκεται κι η μαμά μου τώρα, να φουσκώνει μπαλόνια περιμένοντας να μου ξαναπεί - όπως κάθε - χρόνο την ίδια θαυμάσια ιστορία. Ότι ακόμα κι αν δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης ή αν δεν υπάρχει λόγος για να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, τις γιορτές τις φτιάχνουν οι άνθρωποι κι οι καρδιές γεμίζουν μόνο με την ευγνωμοσύνη!
Όλα τα άλλα είναι καπνός... Κι ούτε καν κόκκινος.
"Και πώς θα μπει;"
"Από την κλειδαρότρυπα, αφού είναι πνεύμα"
"Δηλαδή, δεν είναι άνθρωπος;" ξαναρωτούσα
"Όχι βέβαια. Αν ήταν άνθρωπος θα είχε πεθάνει τόσους αιώνες"
"Και είναι γέρος; έτσι όπως τον βλέπω με γενιάδα και κόκκινα ρούχα;" επέμενα εγώ
"Κανείς δεν ξέρει στην πραγματικότητα. Είναι ένας κόκκινος καπνός που μπαίνει από την κλειδαρότρυπα, από τη χαραμάδα, ακόμα και μέσα από τον τοίχο μπορεί να περάσει. Γεμίζει το δωμάτιο με δώρα και ύστερα χάνεται αστραπιαία. Όλα διαρκούν μόνο μια στιγμή, γιατί έχει πολλά σπίτια να επισκεφτεί. Κανείς δεν τον έχει δει στην πραγματικότητα. Αν κάποιος παραφυλλαξει για να τον δει, εκείνος το καταλαβαίνει και δεν εμφανίζεται. Γιαυτό δεν τον έχει δει κανείς "
" Και τότε πώς ξέρουμε ότι είναι έτσι, γεράκος με κόκκινα ρούχα " - ήμουν περίεργη ως παιδί είναι η αλήθεια -
" Οι άνθρωποι θέλουν μια εικόνα να βλέπουν. Μόνο έτσι πιστεύουν σε κάτι "
Σίγουρα θα της είχα κάνει κι άλλες ερωτήσεις μα τώρα δεν τις θυμάμαι.
Θυμάμαι μόνο, που λίγα λεπτά μετά την αλλαγή του χρόνου ανοίγαμε την πόρτα του χωλ και το χαλί μπροστά από το δέντρο ήταν σπαρμένο με δώρα, με σοκολάτες, καραμέλες, και πολλά μπαλόνια που γέμιζαν σχεδόν, όλο το δωμάτιο. Όλο και κάποια ζημιά είχε γίνει εντωμεταξύ. Κάποια γλάστρα που είχε πέσει - "αχ τον ζημιάρη" - κάποια άχνη ζάχαρη από άτσαλα φαγωμένο κουραμπιέ- "αχ τον λαίμαργο", κι όλα αυτά έδιναν στο χώρο τέτοια λάμψη, τέτοια αίγλη που με έκαναν να νιώθω δέος γιαυτό που είχε μόλις συμβεί. Από μέρες είχε φροντίσει να με πείσει ότι ακόμα κι αν δεν έχει την δυνατότητα να μου φέρει κάποιο μεγάλο δώρο ο Άγιος Βασίλης, είτε γιατί δεν είχε προλάβει, είτε γιατί μπορεί να είχε πολλά παιδιά και να έπρεπε να μοιράσει τα δώρα έτσι ώστε όλα να πάρουν από κάτι, εγώ θα πρέπει να είμαι ευγνώμων που με θυμήθηκε. Ακόμα κι αν μου έχει φέρει μόνο ένα παραμυθάκι. Εννοείται πως ποτέ δεν ήταν μόνο ένα παραμυθάκι, τα δώρα πάντα ξεπερνούσαν τις προσδοκίες μου οπότε η χαρά μου ήταν μεγάλη και η ευγνωμοσύνη μου για τον Άγιο Βασίλη που με θυμήθηκε ακόμα μεγαλύτερη.
Έμαθα, μεγαλώνοντας, αυτή την αλήθεια που όλοι μαθαίνουμε στην ζωή μας. Την σκληρή αλήθεια, πως τα πάντα αγοράζονται και πουλιούνται. Ακόμα και οι μύθοι.
Αυτό που δεν αγοράζεται είναι η ανάμνηση μου . Το δέος που ένιωθα τότε που ήμουν παιδί και με "θυμόταν" ο Άγιος Βασίλης.
Ούτε όλη αυτή η αγάπη που γέμιζε τότε το δωμάτιο και που τώρα συμπυκνώθηκε κι ήρθε και στάθηκε σε ένα στολισμένο δωμάτιο μέσα μου. Εκεί, μάλλον βρίσκεται κι η μαμά μου τώρα, να φουσκώνει μπαλόνια περιμένοντας να μου ξαναπεί - όπως κάθε - χρόνο την ίδια θαυμάσια ιστορία. Ότι ακόμα κι αν δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης ή αν δεν υπάρχει λόγος για να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, τις γιορτές τις φτιάχνουν οι άνθρωποι κι οι καρδιές γεμίζουν μόνο με την ευγνωμοσύνη!
Όλα τα άλλα είναι καπνός... Κι ούτε καν κόκκινος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου