Η ΘΑΜΜΕΝΗ ΙΔΕΑ




Κάποτε, ένας φοβισμένος άνθρωπος συνέλαβε μια ιδέα. Ήταν μια ιδέα που θα προκαλούσε αντιδράσεις, αν έβγαινε μέσα από το κεφάλι του. Ίσως και να άλλαζε τον κόσμο. Φοβήθηκε. Φοβήθηκε πολύ. Τόσο πολύ που μην ξέροντας τί να κάνει την φοβερή του ιδέα κι επειδή πονούσαν τα μηνίγγια του από το βάρος της, άνοιξε μια τρύπα στο έδαφος και την έθαψε. Σκέπασε με χώμα την ιδέα του κι έπειτα κάθισε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί. Προσπάθησε να την φέρει στο μυαλό του, έτσι για να την πενθήσει όπως κάνουμε όλοι οι άνθρωποι με τους νεκρούς μας. Μάταια. Η ιδέα είχε φύγει για πάντα. Έκλαψε. Τα δάκρυά του έσταξαν στο έδαφος και πότισαν το χώμα. Έπειτα σκέφτηκε πως ήταν λογικό να μην έχει ανάμνηση της ιδέας. Οι ιδέες δεν είναι σαν τους ανθρώπους, που αφήνουν ανάμνηση ακόμη κι όταν θαφτούν. Οι ιδέες, σκέφτηκε, όταν φύγουν από το κεφάλι μας και θαφτούν στο χώμα βαθιά, είναι σαν να μην έζησαν ποτέ. Ξεχνιούνται. Μα, τί ανόητος που ήταν που έκλαιγε νωρίτερα επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί την ιδέα του.. Η σκέψη αυτή του έφερε γέλιο. Ο ήχος του γέλιου του του φάνηκε ακόμη πιο αστείος κι άρχισε να γελά τόσο δυνατά που ξεσήκωσε όλους τους κατοίκους του χωριού. Αναστατωμένοι, έτρεξαν να δουν για ποιο λόγο γελά αυτός ο άνθρωπος και να του πουν να σωπάσει πια και να τους αφήσει να κοιμηθούν. Όταν τον είδαν να κάθεται στην πέτρα κρατώντας ένα φτυάρι στο χέρι του και να ξεκαρδίζεται στα γέλια, τον αγριοκοίταξαν. Κάποιοι, μάλιστα άρχισαν να τον επιπλήττουν. Εκείνος προσπάθησε να τους εξηγήσει τον λόγο που τον έκανε να γελάσει τόσο δυνατά. Μα τα λόγια που έλεγε ανάμεσα στα χάχανα, περί θαμμένων ιδεών, που δεν μοιάζουν με τους θαμμένους μας νεκρούς, φαίνονταν ακατάληπτα στους συγχωριανούς του κι έτσι ήταν αδύνατον να καταλάβουν τί τους έλεγε. Η νύχτα προχωρούσε κι εκείνοι έχαναν τον πολύτιμο ύπνο τους με έναν τρελό. Έπρεπε να δωθεί ένα τέλος σε αυτή την παρωδία.

 Ο πρώτος που πήρε από κάτω πέτρα και του την πέταξε στόχευσε στα πόδια του. Έτσι για να τον προειδοποιήσει. Ο δεύτερος που μιμήθηκε τον πρώτο στόχευσε στο χέρι του, εκείνο που κρατούσε το φτυάρι. Ο τρίτος μιμούμενος τους δυο προηγούμενους στόχευσε στην κοιλιά του. Μα τα τρανταχτά του γέλια δεν έλεγαν να σταματήσουν κι αυτό εξόργισε περισσότερο τους συγχωριανούς..

 Ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι έπαιρναν από κάτω μια πέτρα και άρχισαν να την πετούν προς τον φοβισμένο γελαστό συγχωριανό τους. Κι όσο εκείνος γελούσε, λες και τον γαργαλούσαν οι πέτρες που έπεφταν πάνω του βροχή, τόσο το πλήθος οργιζόταν. Την λύση ανέλαβε να δώσει ο άρχοντας του χωριού. Κρατώντας στα χέρια του την μεγαλύτερη και βαρύτερη πέτρα που μπορούσε να σηκώσει, σημάδεψε κατευθείαν στο κεφάλι του. Η πέτρα του κατάφερε ένα θανάσιμο χτύπημα και το ενοχλητικό του γέλιο σταμάτησε. Σιωπή και ηρεμία απλώθηκε τριγύρω, και μια γλυκιά χαύνωση συνεπήρε τους χωριανούς που ήσυχοι πια επέστρεφαν στον ύπνο τους. Ο γελαστός άνθρωπος κείτονταν πια νεκρός και μια μεγάλη κηλίδα αίματος πότιζε το χώμα, εκεί στο σημείο που λίγες ώρες νωρίτερα, φοβισμένος, είχε θάψει τις ιδέες του. Δεν ήταν πια φοβισμένος. Δεν ήταν πια γελαστός. Δεν είχε πια ιδέες. Ήταν μόνο αίμα. Και γαλήνη.

  Την επόμενη μέρα, οι χωριανοί αποφάσισαν να πάνε και να πάρουν το σώμα του για να το θάψουν. Όχι πως είχαν όρεξη να ξαναδούν τα μούτρα του, αλλά δεν θα έκανε καλό για την φήμη του χωριού να μένει έτσι άθαφτος.

 Φτάνοντας στο σημείο που είχαν πετροβολήσει τον άνθρωπο, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ένα τεράστιο δέντρο φτιαγμένο από λέξεις είχε υψωθεί μέχρι τον ουρανό. Τα κλαδιά του ήταν φτιαγμένα από αράδες, και σημεία στίξης. Τα φύλλα του ήταν τεράστιοι τόνοι, απόστροφοι και περισπωμένες...

 Και οι καρποί του, έτοιμοι να πέσουν στο έδαφος και να ελευθερώσουν σπόρους που θα γεννούσαν παρόμοια δέντρα... ήταν ιδέες.


Μάθε περισσότερα για εμένα... 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις